καταγνώνω

καταγνώνω
καταγνώνω και καταγνώννω (Μ)
κατακρίνω, καταδικάζω στη συνείδηση μου την πράξη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από τον μσν. αόρ. κατ-έ-γνωσα τού καταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔλειωσα: λειώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”